κογχύλια

κογχύλια
κογχύλιον
small kind of mussel
neut nom/voc/acc pl
κογχύλιος
purple
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κογχυλίας — κογχυλίᾱς , κογχύλιος purple fem acc pl κογχυλίᾱς , κογχύλιος purple fem gen sg (attic doric aeolic) κογχυλίᾱς , κογχυλίας masc acc pl κογχυλίᾱς , κογχυλίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κογχυλιάτης — κογχυλιά̱της , κογχυλιάτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κογχυλιάτου — κογχυλιά̱του , κογχυλιάτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • κοχύλι — το (AM κογχύλιον) 1. είδος μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η αχηβάδα 2. το όστρακο κάθε δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι ὄρεσι», Ηρόδ.) αρχ. κόχλος, σαλιγκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… …   Dictionary of Greek

  • περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • Λιμνοχώρι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 31 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • μαλακολογία — Κλάδος της ζωολογίας, ο οποίος ασχολείται με τη μορφολογία, τη δομή, τη συστηματική κατάταξη και την κατανομή των μαλακίων. Ένας κλάδος της μ., η κογχυλιολογία, ασχολείται με τα κογχύλια, τα οποία είχαν άλλοτε ιδιαίτερη αξία από άποψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”